- κτείνουσιν
- κτείνωkillaor subj act 3rd pl (epic)κτείνωkillpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)κτείνωkillpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύγη — λύγη, ἡ (Α) σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῑς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός τού… … Dictionary of Greek